Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

η ανω πολη

H πυρκαγια του 1917 άφησε άθικτη την aνω Πόλη, όπως άλλωστε και το τμήμα παράλληλα προς τα ανατολικά τείχη, από την Eγνατία έως την Κασσάνδρου. Κατοικημένη από Τούρκους κυρίως (με εξαίρεση την ελληνική γειτονιά της Μονής Βλατάδων), η προνομιούχα αυτή περιοχή, σκαρφαλωμένη στην απότομη κατάφυτη πλαγιά, πρόσφερε ωραίες κατοικίες κρυμμένες από ψηλούς φράχτες και πυκνούς κήπους. «Στην aνω Πόλη της Θεσσαλονίκης(...) η σιωπή έχει μεγαλύτερη ένταση απ' ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κατοικημένο μέρος του κόσμου», έγραψε αποχαιρετώντας την μετά τον a΄ Παγκόσμιο Πόλεμο aγγλος στρατιώτης. Tα μεγάλα διώροφα σπίτια, αρθρωμένα γύρω από τα θρησκευτικά κτίρια, ακολουθούσαν τη λαϊκή βαλκανική αρχιτεκτονική παράδοση, συχνά εμπλουτισμένη με λόγιες, νεοκλασικιστικές επιρροές, σύμφωνα με την κοσμοπολίτικη παιδεία της πόλης. Από τις πιο χαρακτηριστικές ποιότητες του οικισμού ο δαιδαλώδης ιστός, σχηματισμένος προσθετικά κατά την πορεία προσαρμογής πάνω σε ένα δύσβατο τοπίο, έκρυβε μυστήρια και εκπλήξεις. Σύμφωνα με τον ίδιο αγγλο αρθρογράφο, η ανω Πόλη «είναι απερίγραπτα ντελικάτη, τυλιγμένη με απαλά χρώματα ριγμένα ακατάστατα πάνω στον λόφο. Υπάρχει ένα ξεθωριασμένο ροζ γύρω της και πιο κοντά μωβ και καφέ και πινελιές από ξεθωριασμένο κόκκινο και άσπρο του ασβέστη(…). Ποτέ ένα δυνατό χρώμα, ποτέ κάτι ξεκάθαρο, μόνο επιφάνειες που λούζονται σε ενδιάμεσους τόνους»..




Mε ιδιαίτερο χαρακτήρα



Ο Εμπράρ αντιμετώπισε διαφορετικά το τμήμα του ιστορικού κέντρου πάνω από την οδό Κασσάνδρου, δημιουργώντας μια ενότητα με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Τρία στοιχεία τραβούν την προσοχή: η απόληξη του μνημειακού άξονα που συνέδεε τις πολιτικές πλατείες του κέντρου, ο χειρισμός των μνημείων και των κτιρίων ειδικής χρήσης και το οδικό δίκτυο.



Ο άξονας που ξεκινάει από την πλατεία Αριστοτέλους στη θάλασσα και ανεβαίνει μέχρι τον ναό του Αγίου Δημητρίου «έκλεινε» ακριβώς πάνω από τον ελεύθερο χώρο του ναού επί της Κασσάνδρου, με ένα στοιχείο κανονικότητας, το μοναδικό σ' ολόκληρη την aνω Πόλη: ένας ημικυκλικός ελεύθερος χώρος δημιουργούσε την κατάλληλη επίστεψη για το πιο σημαντικό σύστημα πλατειών του ιστορικού κέντρου.



Τα μνημεία της aνω Πόλης, παλαιοχριστιανικά, όπως ο Oσιος Δαβίδ, βυζαντινά όπως η Αγία Αικατερίνη, ο Προφήτης Ηλίας και ο aγιος Νικόλαος ο Ορφανός, ή οθωμανικά όπως το Αλατζά Ιμαρέτ και ο τουρμπές (τάφος) του Μουσά, περιβάλλονταν στο σχέδιο από ελεύθερους χώρους, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλονται σε εστιακά σημεία σύγκλισης των οδών, όπως τα ομόλογά τους στις χαμηλότερες περιοχές του κέντρου της πόλης. Στην καρδιά του συνοικισμού, κάτω από τον Oσιο Δαβίδ, αναγνωρίζουμε στο σχέδιο δύο ακόμη σημαντικές εγκαταστάσεις για άλλες χρήσεις πλην της κατοικίας, ένα συγκρότημα σχολείων και το κτίριο της αγοράς.





Το προτεινόμενο σύστημα δρόμων ακολουθούσε το υφιστάμενο δίκτυο, επιδιώκοντας ένα περιορισμένο «εξορθολογισμό», με τη δημιουργία ορισμένων σημαντικών οδών ομαλού πλάτους και πορείας, όπως ήταν η Σαχτούρη, η Δημ. Πολιορκητού, η Αποστόλου Παύλου και η Ακροπόλεως, οι οποίες συνδέονταν με την πύλη των τειχών στην οδό Αγίου Δημητρίου (τη Ληταία Πύλη) και τις Συκιές. Oλοι αυτοί οι δρόμοι στην αρχική σύλληψη ήταν προφανώς δενδρόφυτες, ήσυχες αλέες. Κάθε σκέψη για κυκλοφορία αυτοκινήτων την εποχή εκείνη θα φαινόταν σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Στο εσωτερικό των μεγάλων οικιστικών ενοτήτων που σχηματίζονταν, η κατάσταση παρέμενε όπως ήταν, με στενά δρομάκια και αδιέξοδα. Η αντιμετώπιση αυτή συνειδητά διαφύλαγε την τοπική αρχιτεκτονική και πολεοδομική παράδοση, αντιπαραβάλλοντας τη διαφορετικότητά της προς το νέο, ευρωπαϊκό πρόσωπο της πόλης. Τον συνοικισμό περιέβαλλε το πράσινο των τειχών, αξιοποιώντας ελεύθερες εκτάσεις που υπήρχαν ήδη και τις οποίες το σχέδιο δεν είχε κανένα λόγο να καταργήσει.



H αντιπαροχή προ των πυλών



H εγκατάσταση των προσφύγων μετά το 1922 γέμισε τους αδόμητους χώρους με ταπεινά κτίσματα, πυκνώνοντας περισσότερο τον αστικό ιστό. Νέες αρχιτεκτονικές και αστικές τυπολογίες πλαισίωσαν τα παραδοσιακά σχήματα, δημιουργώντας ένα σύνολο με ανεπανάληπτο κτιριακό πλούτο. Η νεότερη εξέλιξη του σχεδίου είναι γνωστή: μετά τον σεισμό του 1978 οι κάτοικοι προκάλεσαν τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου (που είχε εγκριθεί το 1930), διότι η ασυμφωνία του με τα όρια των ιδιοκτησιών εμπόδιζε την εκμετάλλευσή τους. Η αντιπαροχή χτυπούσε πλέον την πόρτα της aνω Πόλης, οδηγημένη από τα μεγάλα περιθώρια κερδών που άφηναν οι πολεοδομικές ρυθμίσεις για τη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο.



Στο νέο σχέδιο του 1980 οι δρόμοι δεν διαπλατύνονται σημαντικά, κυριαρχούν όμως δύο διαμπερείς αρτηρίες, η Ολυμπιάδος και η Χαβρίου-Πηλέως. Η πρώτη οικοδομήθηκε με πολυώροφες οικοδομές αποκόβοντας το τμήμα της aνω Πόλης μεταξύ αυτής και της Κασσάνδρου από το φυσικό του κορμό και μειώνοντας την επιφάνειά της στα σημερινά 58 εκτάρια. Η υλοποίηση της δεύτερης ματαιώθηκε ευτυχώς τα τελευταία χρόνια, διότι θα οδηγούσε στην καρδιά του συνοικισμού μεγάλο όγκο ανοίκειας διαμπερούς κυκλοφορίας. Ως προς τις λοιπές σχεδιαστικές επιλογές του Εμπράρ, η αγορά δεν πραγματοποιήθηκε, όπως και η ημικυκλική απόληξη του άξονα της Αριστοτέλους. Λίγο πιο πάνω, προς τον ελεύθερο χώρο του ναού του Προφήτη Ηλία δημιουργήθηκε μια ογκώδης πρόσβαση με σκαλοπάτια, κακέκτυπο μνημειακής «εισόδου», με εργολαβικές πολυώροφες οικοδομές εκατέρωθεν και μίζερα παρτέρια από μπετόν.



Στα χέρια εργολάβων



Στο σύνολο της έκτασης, οι νέοι όροι δόμησης του 1979, αν και ηπιότεροι έναντι αυτών που ίσχυαν στον περίγυρο, ήταν ήδη υψηλοί. Τα νέα κτίρια μετέβαλαν τα βασικά στοιχεία της δομής του οικισμού, όπως την αναλογία όγκων και ελεύθερων χώρων και τη σχέση τους με τον δρόμο και αλλοίωσαν σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία της περιοχής. Εισήγαγαν πάντως μιαν ομοιογένεια ύφους νέου τύπου, επιβάλλοντας το νεοπαραδοσιακό στυλ στα νέα κτίρια, σύμφωνα με ειδικό οικοδομικό κανονισμό. Οι κατασκευές της πρώτης δεκαετίας ήταν ως επί το πλείστον οικογενειακές. Μετά το 1990 η ανανέωση του κτιριακού αποθέματος έχει περάσει στα χέρια των εργολάβων. Οι νεότερες οικοδομές, εργολαβικές πολυκατοικίες ως επί το πλείστον, μάταια προσπαθούν να μασκαρευτούν σε «νεοπαραδοσιακές».



Αν κάτι αντέχει στον χρόνο, είναι ο αστικός ιστός, συνδετικό υλικό των διαδοχικών στρωμάτων αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Η συμφωνία ή όχι της σημερινής πραγματικότητας προς το σχέδιο του Εμπράρ μπορεί να εκτιμηθεί, όχι μόνο από τη σύμπτωση των γραμμών του τωρινού σχεδίου με τις αρχικές προτάσεις, αλλά και από το γενικότερο πνεύμα της ανάπτυξης. Από την άποψη αυτή, υπάρχουν αρκετά διάσπαρτα τμήματα που θυμίζουν την αρχική κατάσταση: είναι αυτά τα οποία χάρη στους πρόσφατους κανονισμούς (του 1999) και μια ευνοϊκή συγκυρία διατηρούν το ογκομετρικό περίγραμμα, την ηρεμία και την ομιχλώδη διαφάνεια του αστικού τοπίου που αποτελούσαν κάποτε χαρακτηριστικά της aνω Πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου